ταγκάδα

ταγκάδα
η και ταγκίλα, η και τσαγκόδα, η και τσαγκίλα, η και τάγκιασμα, το και τσάγκιασμα, το η αλλοίωση λαδιού, βουτύρου και λιπαρών ουσιών, που προκαλεί δυσάρεστη γεύση και οσμή: Το λάδι βρομάει ταγκάδα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ταγκάδα — η, Ν βλ. ταγγάδα …   Dictionary of Greek

  • ταγγάδα — και ταγκάδα και τσαγγάδα και τσαγκάδα, η, Ν 1. η ιδιότητα τού ταγγού 2. τάγγιση 3. συνεκδ. η δυσάρεστη οσμή και γεύση που προέρχεται από την αλλοίωση τροφίμων τα οποία περιέχουν λίπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταγγός / τσαγκός + κατάλ. άδα (πρβλ. νοστιμ… …   Dictionary of Greek

  • τάγκιασμα — το βλ. ταγκάδα, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταγκίλα — η βλ. ταγκάδα, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”