- ταγκάδα
- η και ταγκίλα, η και τσαγκόδα, η και τσαγκίλα, η και τάγκιασμα, το και τσάγκιασμα, το η αλλοίωση λαδιού, βουτύρου και λιπαρών ουσιών, που προκαλεί δυσάρεστη γεύση και οσμή: Το λάδι βρομάει ταγκάδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.